ἐπιτονίου

ἐπιτονίου
ἐπιτόνιον
peg
neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • επιτόνιο — το (Α ἐπιτόνιο) [επίτονος] όργανο με το οποίο τεντώνουν τις χορδές μουσικού οργάνου, το κλειδί αρχ. 1. μικρός αυλός σύμφωνα με τον τόνο τού οποίου κουρδίζονται τα όργανα 2. πάσσαλος σε σχήμα επιτονίου 3. χερούλι στρόφιγγας ή σύριγγας 4. επιστόμιο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”